Κρίσιμη τόσο για τους προ όσο και για τους μετά του 2001 συμβασιούχους μπορεί να είναι η τελική απόφαση του Αρείου Πάγου υποστηρίζει με άρθρο του στην aftodioikisi.gr, o γνωστός εργατολόγος και συνεργάτης της διαδικτυακής πύλης για την Αυτοδιοίκηση, Αναστάσιος Πετρόπουλος. Κι αυτό γιατί, όπως εξηγεί, στην ουσία σύμφωνα με την απόφαση της Διάσκεψης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου θα «απελευθερώνει» τα Δικαστήρια να κρίνουν αν οι διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου υποκρύπτουν στην πραγματικότητα συμβάσεις αορίστου χρόνου, χωρίς το «φόβο» ότι παραβιάζουν τα άρθρα 103 του Συντάγματος και 21 του ν. 2190/94.
Το πλήρες κείμενο του άρθρου του Α. Πετρόπουλου είναι το εξής:
«Η απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με ευρεία πλειοψηφία, κινήθηκε σε αντίθετη κατεύθυνση από τις αρχικές εισηγήσεις του Εισαγγελέα κ. Τέντε και του Αρεοπαγίτη κ. Δουλγεράκη, οι οποίες στηρίζονταν στην απόφαση 20/2007 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου σύμφωνα με την οποία τα Δικαστήρια θα παραβίαζαν το άρθρο 103 του Συντάγματος και το άρθρο 21 του ν. 2190/94, σε περίπτωση που αποφαίνονταν πως οι διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου υποκρύπτουν στην πραγματικότητα συμβάσεις αορίστου χρόνου.
Βεβαίως, την πλήρη άποψη της πλειοψηφίας θα τη γνωρίζουμε όταν διατυπωθεί εγγράφως και δημοσιευθεί. Ενδέχεται όμως, η άποψη αυτή να αποβεί κρίσιμη για όλους τους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου που στην πραγματικότητα εξυπηρετούν πάγιες και διαρκείς ανάγκες ακόμη κι αν άρχισαν να απασχολούνται μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001.
Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα υποχρεώνεται να εφαρμόζει την Οδηγία 1999/70 ΕΚ. Σύμφωνα με αυτή την Οδηγία, οι συμβάσεις αορίστου χρόνου είναι ο κανόνας.
Συμβάσεις ορισμένου χρόνου δικαιολογούνται και επιτρέπονται μόνο κατ' εξαίρεση και για ειδικές χρονικά περιορισμένες ανάγκες απασχόλησης.
Σύμφωνα με το άρθρο 103 του Συντάγματος, απαγορεύεται να γίνεται με νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που έχει προσληφθεί με συμβάσεις ορισμένου χρόνου καθώς και να μετατρέπονται αυτές (με νόμο) σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Τούτο σημαίνει πως το Σύνταγμα δεν απαγορεύει να αντιμετωπίζονται από τα Δικαστήρια ως συμβάσεις αορίστου χρόνου, εκείνες οι συμβάσεις εργασίας τις οποίες καταχρηστικά και ψευδώς το Δημόσιο χαρακτηρίζει ως ορισμένου χρόνου, ενώ στην πραγματικότητα καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες.
Συνεπώς, τα Δικαστήρια θα καλούνται και στο μέλλον να αποφαίνονται σε κάθε περίπτωση να κρίνουν αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να αναγνωρίζουν και κηρύττουν ως αορίστου χρόνου συμβάσεις που το Δημόσιο χαρακτηρίζει, ψευδώς, ορισμένου χρόνου. Αυτή η λύση είναι συνεπής και με τη συμπεριφορά του νομοθέτη ο οποίος με το ΠΔ 164/2004, (ενώ δηλαδή ίσχυε ήδη το άρθρο 103 του Συντάγματος ως έχει σήμερα) και ειδικότερα με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11, όρισε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες, διαδοχικές συμβάσεις εργασίας που σχετίζονται με την εξυπηρέτηση πάγιων και διαρκών αναγκών μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου.
Με άλλα λόγια, τα Δικαστήρια θα έχουν πάντα την εξουσία να κρίνουν αν μία σύμβαση εργασίας είναι αορίστου χρόνου ή όχι. Αρκεί οι συμβάσεις να είναι ενεργές ή να έχει ασκηθεί αγωγή εντός της τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπεται για την ακύρωση της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας αν αυτές έχουν καταγγελθεί.»
Το πλήρες κείμενο του άρθρου του Α. Πετρόπουλου είναι το εξής:
«Η απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με ευρεία πλειοψηφία, κινήθηκε σε αντίθετη κατεύθυνση από τις αρχικές εισηγήσεις του Εισαγγελέα κ. Τέντε και του Αρεοπαγίτη κ. Δουλγεράκη, οι οποίες στηρίζονταν στην απόφαση 20/2007 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου σύμφωνα με την οποία τα Δικαστήρια θα παραβίαζαν το άρθρο 103 του Συντάγματος και το άρθρο 21 του ν. 2190/94, σε περίπτωση που αποφαίνονταν πως οι διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου υποκρύπτουν στην πραγματικότητα συμβάσεις αορίστου χρόνου.
Βεβαίως, την πλήρη άποψη της πλειοψηφίας θα τη γνωρίζουμε όταν διατυπωθεί εγγράφως και δημοσιευθεί. Ενδέχεται όμως, η άποψη αυτή να αποβεί κρίσιμη για όλους τους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου που στην πραγματικότητα εξυπηρετούν πάγιες και διαρκείς ανάγκες ακόμη κι αν άρχισαν να απασχολούνται μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001.
Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα υποχρεώνεται να εφαρμόζει την Οδηγία 1999/70 ΕΚ. Σύμφωνα με αυτή την Οδηγία, οι συμβάσεις αορίστου χρόνου είναι ο κανόνας.
Συμβάσεις ορισμένου χρόνου δικαιολογούνται και επιτρέπονται μόνο κατ' εξαίρεση και για ειδικές χρονικά περιορισμένες ανάγκες απασχόλησης.
Σύμφωνα με το άρθρο 103 του Συντάγματος, απαγορεύεται να γίνεται με νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που έχει προσληφθεί με συμβάσεις ορισμένου χρόνου καθώς και να μετατρέπονται αυτές (με νόμο) σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Τούτο σημαίνει πως το Σύνταγμα δεν απαγορεύει να αντιμετωπίζονται από τα Δικαστήρια ως συμβάσεις αορίστου χρόνου, εκείνες οι συμβάσεις εργασίας τις οποίες καταχρηστικά και ψευδώς το Δημόσιο χαρακτηρίζει ως ορισμένου χρόνου, ενώ στην πραγματικότητα καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες.
Συνεπώς, τα Δικαστήρια θα καλούνται και στο μέλλον να αποφαίνονται σε κάθε περίπτωση να κρίνουν αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να αναγνωρίζουν και κηρύττουν ως αορίστου χρόνου συμβάσεις που το Δημόσιο χαρακτηρίζει, ψευδώς, ορισμένου χρόνου. Αυτή η λύση είναι συνεπής και με τη συμπεριφορά του νομοθέτη ο οποίος με το ΠΔ 164/2004, (ενώ δηλαδή ίσχυε ήδη το άρθρο 103 του Συντάγματος ως έχει σήμερα) και ειδικότερα με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11, όρισε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες, διαδοχικές συμβάσεις εργασίας που σχετίζονται με την εξυπηρέτηση πάγιων και διαρκών αναγκών μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου.
Με άλλα λόγια, τα Δικαστήρια θα έχουν πάντα την εξουσία να κρίνουν αν μία σύμβαση εργασίας είναι αορίστου χρόνου ή όχι. Αρκεί οι συμβάσεις να είναι ενεργές ή να έχει ασκηθεί αγωγή εντός της τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπεται για την ακύρωση της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας αν αυτές έχουν καταγγελθεί.»
No comments:
Post a Comment